Μαρία

Τρίτη μέρα στο νηπιαγωγείο κι ο μικρός Κωνσταντίνος γυρίζει σπίτι προβληματισμένος και σκεπτικός. Δεν είναι η προσαρμογή , άλλωστε ο Κωνσταντίνος τριγυρίζει στους παιδικούς σταθμούς απ όταν ακόμα φορούσε πάνα. Εχει μάθει.

Κάτι τον βασανίζει όμως. Αποφάσισε οτι δεν πάει άλλο.

«Μαμά να σε ρωτήσω κάτι ;» είπε την ώρα που έτρωγε το μεσημεριανό του.
«Ναι μωρό μου, οτι θέλεις»
«Την πρώτη μέρα στο σχολείο η κυρία μας ρώτησε τα ονόματά μας, και ήθελε να μάθει και από που τα πήραμε. Εγώ δεν ήξερα να της πω και με ρώτησε πως λένε τον παππού κι αφού της είπα μου απάντησε οτι απο εκεί πήρα το όνομά μου. Το ίδιο είπε στον Ιωάννη τον Αλέξανδρο και τον Χαράλαμπο. Στον Έκτορα τον Ορφέα και τον Ιωνα είπε αν θέλουν να ρωτήσουν τους γονείς τους. Μετά ρώτησε τον Ιαπετό και όταν της είπε το όνομά του κοίταξε ψηλά στον ουρανό , είπε ωχ θε μου και μετά σταμάτησε να ρωτάει από που τα πήραμε. Εμένα θα με πείραζε αυτό αλλά τον Ιαπετό δεν τον πείραξε γιατί είπε οτι όλοι κάνουν κάτι παράξενο όταν ακούνε το όνομά του»

Μια σπίθα ζήλειας φάνηκε στα μάτια της μαμάς του Κωνσταντίνου. Θα μπορούσε και το δικό της παιδί να έχει τέτοιο όνομα. «Ιαπετός» . Αλλά βλέπεις ο γέρος ήταν στο νοσοκομείο εκείνη την περίοδο και υποχώρησε. Βέβαια έγινε καλά μετά και αυτό της έδωσε το δικαίωμα να κατηγορεί για το υπόλοιπο της ζωής τους το σόι του άντρα της για σκευωρία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

«Ναι μωρό μου» είπε «και λοιπόν ;»
«Τι και λοιπόν ρε μαμά , αφού τον παππού δεν τον λένε Κωνσταντίνο»
Η μαμά του Κωνσταντίνου γέλασε.
«Αγόρι μου» του είπε , «στα χωριά» (με δυσκολία συγκράτησε ένα μορφασμό αηδίας) «οι χωριάτες» (αποφάσισε να αφήσει το μορφασμό να εκδηλωθεί ελεύθερα) «κόβουν και αλλάζουν τα ονόματά τους. Κωνσταντίνο τον βάφτισαν τον παππού. Ασχετα αν τον φωνάζουν Κώτσο» (ο μορφασμός αηδίας πλημμύρισε το δωμάτιο)
«Αρα και το Αλέκος , το Γιάννης και το Μπάμπης των παππούδων των συμμαθητών μου έτσι βγήκαν;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος θριαμβευτικά
«Έτσι μωρό μου»

Σήκωσε τα πιάτα να τα πάει στο νεροχύτη και πρίν προλάβει να τα ακουμπήσει καλά καλά , ένας βαθύς αναστεναγμός , και μιά ερώτηση
«Αχ μαμά , γιατί να μην είμαστε χωριάτες ;»

Της κόπηκαν τα πόδια. Κρατήθηκε στον πάγκο να στηριχτεί.
Το δικό της παιδί. Το καμάρι της. Αυτής που ήταν μεγαλωμένη στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και πλέον κάτοικος Πανοράματος , με παππού Κωνσταντινοπολίτη και πατέρα μεγαλογιατρό, σπουδαγμένη στα ΔΕΛΑΣΑΛ και στα Ανατόλια , αυτής που ούτε να ποτίσει τις γλάστρες δεν βγαίνει χωρίς πλήρες μεϊκάπ , αυτής το παιδί να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα , δεν είναι δυνατόν. Αυτός φταίει όμως , το ήξερε. Το χει πρήξει το παιδί με το χωριό του. Αλλά με αυτόν θα λογαριαστεί μετά. Ηπιε ενα ποτήρι νερό να πάρει δυνάμεις , και ρώτησε μ όση ψυχραιμία της είχε μείνει :
«Γιατί το λες αυτό Κωνσταντίνε μου;»
«Μας έμαθε η κυρία να γράφουμε τα ονόματά μας , ρε μαμά. Και το δικό μου έχει πολλά γράμματα και μπερδεμένα. Τελειώνω πάντα τελευταίος εκτός απ τον Χαράλαμπο που πρέπει να μετράει τα άλφα γιατί πότε γράφει περισσότερα και πότε λιγότερα. Και όταν βάζω το όνομά μου σε μιά ζωγραφιά δεν μου φτάνει το χαρτί γιατί κάνω μεγάλα γράμματα και πρέπει να το κάνω δυό σειρές και πέφτει πάνω στη ζωγραφιά και …»

Η μαμά του Κωνσταντίνου αναστέναξε με ανακούφιση. Ειχε σκεφτεί τα χειρότερα. Δεν μπορούσε να συνεχίσει όμως άλλο.
«Μη στεναχωριέσαι μωρό μου» του είπε , «όταν μεγαλώσεις θα λυθεί αυτό το πρόβλημα. Άντε πήγαινε να παίξεις τώρα»

Ο μικρός Κωσταντίνος πήγε στο δωμάτιό του αλλά δεν ήταν τελείως ήσυχος. Λύθηκε βέβαια η απορία του για το όνομα , αλλά το πρόβλημα υπήρχε. Το όνομά του ήταν μεγάλο. Και δύσκολο. Και τι εννοούσε η μαμά του με το «θα λυθεί» όταν μεγαλώσει. Πέρασε το απόγευμά του μ αυτές τις σκέψεις και το βραδάκι κατι σκέφτηκε.
Ηταν εκπληκτικό.
Τώρα κατάλαβε τι εννοούσε η μαμά. Αυτό ήταν.
Καταχαρούμενος ήπιε το γάλα του πήγε τουαλέτα φίλησε το μπαμπά και τη μαμά , έπλυνε τα δόντια του και πήγε για ύπνο , και την άλλη μέρα γεμάτος αγωνία έτρεξε στο σχολείο.

«Λύθηκε το πρόβλημα» φώναξε από μακριά στο Χαράλαμπο. «Στα χωριά κόβουν τα ονόματά τους» συνέχισε γεμάτος πάθος «κι εγώ θα γίνω βοσκός και θα έχω πρόβατα και τσοπανόσκυλο και δεν μπορώ να τα έχω εδώ στην πόλη και θα πάω στο χωριό άρα θα γίνω χωριάτης και θα με λένε Κώτσο»
«Τώρα που έχουμε ζωγραφική θα ζωγραφίσω τη στάνη μου με τα πρόβατα και με όλα για να το δείξω στη μαμά το μεσημέρι να χαρεί …» έλεγε έλεγε έλεγε ο Κωνσταντίνος γεμάτος χαρά , αλλά είχε χτυπήσει το κουδούνι και φώναξαν τον Ιωάννη τον Αλέξανδρο τον Έκτορα τον Ορφέα τον Ιωνα τον Ιαπετό τη Φαίδρα τη Δανάη την Καλυψώ την Νεφέλη την άλλη Νεφέλη και την άλλη Νεφέλη να μπούν στην τάξη.
Α ! Και το άλλο κοριτσάκι. Εκείνο με το εξωτικό και σπάνιο όνομα

Τη Μαρία

 

5 σκέψεις σχετικά με το “Μαρία

Σχολιάστε